πιρουνιάζω

πιρουνιάζω
πιρούνιασα, πιρουνιάστηκα, πιρουνιασμένος
1. παίρνω φαγητό με το πιρούνι, τρυπώ.
2. μτφ., διαπερνώ, προσβάλλω: Μας πιρούνιασε το κρύο, η υγρασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”